κακοκαμωμένος — η, ο 1. (για ανθρώπους, ζώα ή φυτά) άσχημα διαπλασμένος 2. (για πράγματα) άσχημα κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + καμωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κά(μ)νω*] … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοκάμωτος — η, ο κακοκαμωμένος*, κακοφτειαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + καμωτός (< κά(μ)νω)] … Dictionary of Greek
κακοφτ(ε)ιάνω — 1. κατασκευάζω κάτι ελαττωματικά ή ακαλαίσθητα 2. (συν. η μτχ.) κακοφτ(ε)ιαγμένος και κακοφτ(ε)ιασμένος, η, ο κακοκαμωμένος, ελαττωματικός, δύσμορφος, ασουλούπωτος ή (για πράγμ.) αδέξια κατασκευασμένος … Dictionary of Greek
κακόμορφος — η, ο (Α κακόμορφος, ον) αυτός που έχει κακή μορφή, άσχημος, κακοφτειαγμένος, κακοκαμωμένος. επίρρ... κακομόρφως (Α) με κακόμορφο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. αγριό μορφος, ποικιλόμορφος] … Dictionary of Greek
κακόφτ(ε)ιαχτος — η, ο φτ(ε)ιαγμένος αδέξια και ακαλαίσθητα, κακοφτ(ε)ιαγμένος, κακοκαμωμένος … Dictionary of Greek
καλοκαμώνομαι — 1. συντελούμαι, γίνομαι εντελώς 2. ωριμάζω 3. (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαμωμένος, η, ο α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, περίτεχνος, καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο έπιπλο») β) (κυρίως για καρπούς)… … Dictionary of Greek
κακοκάμωτος — κακοκάμωτος, η, ο και κακοκαμωμένος, η, ο 1. κακοφτιαγμένος: Αυτό το κορίτσι είναι κακοκαμωμένο. 2. αυτός που δεν κατασκευάστηκε καλά: Τα ρούχα αυτά είναι κακοκάμωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)